επίβρεγμα

επίβρεγμα
το мед. влажный компресс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επίβρεγμα" в других словарях:

  • επίβρεγμα — ἐπίβρεγμα το (Α) [επιβρέχω] 1. κομπρέσα 2. βρέξιμο εξωτερικής επιφάνειας 3. αφέψημα 4. αλοιφή …   Dictionary of Greek

  • ἐπίβρεγμα — wet application neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγμασι — ἐπίβρεγμα wet application neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγμασιν — ἐπίβρεγμα wet application neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγματα — ἐπίβρεγμα wet application neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγματι — ἐπίβρεγμα wet application neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγματος — ἐπίβρεγμα wet application neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»